Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Πώς οι Τούρκοι έχασαν μέσα σε μια εβδομάδα όλες τις μάχες στα Βαλκάνια

Η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα στη νεότερη ελληνική ιστορία έχει ως κύριο γεγονός το ανανεωτικό στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (15 Αυγούστου 1909). Οι δυσαρέσκειες στο στρατό αυξήθηκαν, προπαντός μετά την θλιβερή ήττα του 1897. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 – γνωστός στην Ελλάδα και ως Μαύρο ’97 ή Ατυχής πόλεμος – ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του βασιλείου της Ελλάδας.

Με στόχο την αναδιοργάνωση του στρατεύματος και την επίλυση διάφορων εθνικών θεμάτων, συγκροτήθηκε στην Αθήνα το 1909 ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», μια στρατιωτική οργάνωση που γεννήθηκε από τη σύμπραξη ομάδας υπαξιωματικών υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Σ. Καραϊσκάκη, εγγονό του στρατηγού της Ρούμελης και ομάδας κατώτερων αξιωματικών υπό τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Επαμεινώνδα (Παμμίκο) Ζυμβρακάκη. Η ομάδα των υπαξιωματικών ιδρύθηκε πρώτη (συμμετείχαν σε αυτήν μεταξύ άλλων και οι Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης) και είχε ως αιχμή επαγγελματικά αιτήματα. Η ομάδα των «λοχαγών» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1908 με έναν πυρήνα περί τους υπολοχαγούς Θεόδωρο Πάγκαλο και Χρήστο Χατζημιχάλη.

Αυτοί, υπέγραψαν το πρώτο πρωτόκολλο του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Ο Σύνδεσμος ήλθε σε επαφή με την ομάδα Καραϊσκάκη, αλλά και με την ομάδα υπό τον ίλαρχο Παύλο Ζυμβρακάκη και έτσι άρχισε η ραγδαία επέκτασή της. Στις 25 Ιουνίου, 181 αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη για τη σύνταξη προγραμματικών αρχών. Η διαρροή της είδησης προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ οι κατευναστικές, προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλώσεις (σχετικά με το Κρητικό και το Μακεδονικό) της κυβέρνησης Ράλλη προκάλεσαν την οργή του Συνδέσμου.
Ο ερχομός του Ελευθέριου Βενιζέλου

Με το κίνημα, αναγκάζεται να παραιτηθεί η κυβέρνηση Ράλλη, απομακρύνονται από το στρατό ο διάδοχος Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες Νικόλαος, Χριστόφορος, Ανδρέας, Γεώργιος και καλείται από την Κρήτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910, τα συνασπισμένα παλιά κόμματα συντρίβονται και ο Βενιζέλος θριαμβεύει.



Στις 6 Οκτωβρίου αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της χώρας και στις 28 Νοεμβρίου του ιδίου έτους – στις εκλογές για την ανάδειξη της Β’ Αναθεωρητικής Βουλής, κερδίζει την απόλυτη πλειοψηφία. Αναδιοργανώνει το στρατό και ενισχύει τον οπλισμό του, ενώ, παράλληλα, με τους συνεργάτες του καταβάλλει επίμονες προσπάθειες για την επίλυση συσσωρευμένων προβλημάτων της χώρας. Η ίδια προσπάθεια γίνεται και στον εξωτερικό τομέα, όπου η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε απλό θεατή ακόμα και για θέματα που την αφορούσαν άμεσα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν ανύπαρκτη. Την κατάσταση ανέτρεψε ο Βενιζέλος την κρίσιμη περίοδο, που το ¨Ανατολικό» ζήτημα περνούσε φάση έντονης οξύτητας, προβάλλοντας με επιτυχία διεθνώς το πρόβλημα. Η Ελλάδα πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, είχε ως σύνορα τη «γραμμή Βόλου – Άρτας». Σύμφωνα με την συνοριακή αυτή γραμμή, περιοχές της χώρας που προσέφεραν θυσίες στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων του 1821, συνέχιζαν να είναι υπόδουλες στην Τουρκία. Σύντομα αποδείχτηκαν χωρίς αντίκρισμα οι υποσχέσεις των Νεότουρκων, σε ότι αφορούσε τις μειονότητες, που με την επανάσταση τους το 1908, επιδίωξαν να επιβάλλουν στη σουλτανική Τουρκία καθεστώς αστικού μετασχηματισμού.

Τα αίτια του πολέμου και η συντριπτική ήττα των Τούρκων

Ο συνεχώς ανερχόμενος εθνικισμός των Βαλκανίων, δεν άφηνε χρονικά περιθώρια στην ελληνική διπλωματία που πάσχιζε να ανασύρει την χώρα από την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει. Ήταν πια φανερό ότι θα έπαιρναν πρωτοβουλίες για την επίλυση του «Μακεδονικού» ζητήματος που αποτελούσε μέρους του «Ανατολικού». Τον Μάιο του 1912, η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με την παρέμβαση της τσαρικής διπλωματίας. Ο Βενιζέλος κινήθηκε τότε δραστήρια και κατόρθωσε να υπογραφεί, με μεγάλη μυστικότητα, ελληνο-βουλγαρική συνθήκη συμμαχίας στην οποία έγινε δεκτό πως η τύχη της Μακεδονίας θα κρινόταν ανάλογα με την έκβαση μελλοντικών πολεμικών επιχειρήσεων. Η Βουλγαρία σε περίπτωση πολέμου, θα στρεφόταν προς τον Έβρο και την Ανδριανούπολη, η Σερβία προς τα Σκόπια και η Ελλάδα προς Θεσσαλονίκη και Σέρρες. Είχε επιτευχθεί, έστω πρόσκαιρα, συνεννόηση μεταξύ των βαλκανικών κρατών πάνω σε πλάνο κοινών επιδιώξεων, του οποίου κυρίαρχο στοιχείο ήταν η ανάγκη απελευθέρωσης των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής από τους Τούρκους.



Η Τουρκία, πληροφορείται τις κινήσεις αυτές και στις 14 Σεπτεμβρίου κηρύσσει επιστράτευση στις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης, ενώ ετοιμάζεται για πολεμική αναμέτρηση. Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Την πρωτοβουλία αναλαμβάνει η Τουρκία, η οποία στις 4 Οκτωβρίου 1912 (παλιό ημερολόγιο), κηρύσσει τον πόλεμο κατά Σερβίας και Βουλγαρίας πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό, θα κρατούσε μακριά από τις συγκρούσεις την Ελλάδα, προς την οποία κινήθηκε «έντεχνα» η τουρκική διπλωματία με διάφορες υποσχέσεις. Η Ελλάδα όμως, πιστή στην υπογραφή της, την επόμενη ημέρα (5 Οκτωβρίου) κηρύσσει πόλεμο κατά της Τουρκίας. Τα ελληνικά στρατεύματα, περνούν τα σύνορα κοντά στη Μελούνα και καταλαμβάνουν έπειτα από σκληρή μάχη την Ελασσόνα. Ακολουθεί η νίκη στο Σαραντάπορο, για να αρχίσει μια προέλαση θριάμβων. Σε 6 μόλις ημέρες από την κήρυξη του πολέμου, ο ελληνικός στρατός είχε ελευθερώσει τα Σέρβια, την Κοζάνη, τα Γρεβενά και το Αμύνταιο. Αντίστοιχες ήταν και οι επιτυχίες των άλλων συμμαχικών κρατών – της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.

Οι τουρκικές δυνάμεις, μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας είχαν υποστεί σε όλα τα μέτωπα σφοδρά πλήγματα. Αυτή ήταν η εικόνα των επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, όταν δημιουργήθηκε το θέμα της «Θεσσαλονίκης» μεταξύ του Πρωθυπουργού και του υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου και του αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου, που ήταν επικεφαλής του ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις. Παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο Βενιζέλος είχε δεχτεί την επαναφορά στο στρατό του διαδόχου Κωνσταντίνου και των άλλων πριγκήπων που είχαν απομακρυνθεί με το κίνημα στο Γουδί. Με ειδικό νομοσχέδιο που ψήφισε η Βουλή το 1911, ο διάδοχος ονομάστηκε «αρχιστράτηγος» του ελληνικού στρατού.

 
Πηγή: «Η ιστορία της Θεσσαλονίκης», εκδόσεις ΡΕΚΟΣ
 
mixanitouxronou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσβλητικά και υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.